μελικηρον

μελικηρον
    μελίκηρον
    μελί-κηρον
    (ῐ) τό пчелиные соты Theocr., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μελικηρον" в других словарях:

  • μελίκηρον — μελίκηρον, τὸ (Α) 1. κερί που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, κηρήθρα 2. είδος αμπέλου, μελικηρίς* («γεννᾱται δ ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ βοτάνη κεγχρῑτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ παρόμοιος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος, με αλλαγή γένους… …   Dictionary of Greek

  • μελίκηρον — neut nom/voc/acc sg μελίκηρος beeswax masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελικήρῳ — μελίκηρον neut dat sg μελίκηρος beeswax masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελικήριον — μελικήριον, τὸ (Α) [μελίκηρον] κηρήθρα …   Dictionary of Greek

  • μελικήρωι — μελικήρῳ , μελίκηρον neut dat sg μελικήρῳ , μελίκηρος beeswax masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίκηρα — spawn of the murex fem nom/voc sg μελίκηρον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»